Το ΠαραΜΥθι των ΧριστουγΕννων
Είναι ημέρες Χριστουγέννων!!! Γιορτάζουμε!!! Είναι όλα στολισμένα!!! Όλα φορούν τα «καλά τους ».
Οι πλατείες, τα καταστήματα, τα σπιτικά, οι άνθρωποι!!!
Τα σπίτια μοσχοβολούν από τα εξαίρετα «λόγω ημερών» εδέσματα.
Τα λαμπιόνια παντού φωτίζουν με τα πολύχρωμα φωτάκια τους . Οι μουσικές ηχούν, ύμνοι μας καλούν στις εκκλησιές!!!
Τι όμορφη γιορτή τούτη της Χριστιανοσύνης!!!!
Πώς να μην θυμηθώ τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων, στα χρόνια της αθωότητας!!! Ω! πόσο τα ακούσματα μέσα στην εκκλησιά του Άγιου Χαράλαμπου κτισμένης στην κορυφή του λόφου του μικρού μου χωριού, μιλούσαν στην ψυχή μου!!!
Η δασκάλα του σχολείου η Κα Φωτούλα, φρόντιζε να κάνει ακόμη ποιο όμορφα ή ίσως μαγικά τα Χριστούγεννα. Έπαιζε τους ύμνους στο ακορντεόν και εμείς ακολουθούσαμε γιατί πρωτύτερα μας είχε κάνει «μπρόβες». Αυτή η μελωδία της « Άγιας Νύχτας» έφερνε στη ψυχή μου αυτό που γνώριζε. Την Αγάπη!!!
Ο πατέρας είχε φροντίσει για όλα!!! Το αλεύρι, το βούτυρο,το μέλι, τα καρύδια…όλα ήταν εκεί. Μαζί με την μητέρα και τις μεγαλύτερες αδελφές φτιάχναμε όλα τα γλυκίσματα των ημερών. Βέβαια το γουρουνόπουλο ήταν ο πρωταγωνιστής.
Η μητέρα έλεγε πως αφιέρωνε τη ζωή του για να μεγαλώσουν τα παιδάκια της. Εκείνη το φρόντιζε, το τάιζε, το αγαπούσε, του μιλούσε, το προετοίμαζε πως θα γίνει το φαγάκι όπως έλεγε των παιδιών της. Έτσι αυτό δεν στεναχωριόταν για τη ….θυσία. Και να τα ψητά στη ξυλόσομπα και να τα λουκάνικα, τα σύγκλινα, οι ματιές, η πηχτή…..
Νύχτα ξυπνούσαμε να πάμε στην εκκλησιά ανήμερα των Χριστουγέννων.
Κοινωνούσαμε τη Θεία Κοινωνία και μετά ελεύθερα επιδινόμαστε στο φαγοπότι. Όλα γίνονταν καθώς η παράδοση επέβαλε. Οι γονείς δεν το διαπραγματευόταν αυτό.
Χαιρόμουν τα Χριστούγεννα γιατί αναγνώριζα την Αγάπη που βίωνα ως δικό μου συναίσθημα και στους άλλους ανθρώπους.
Μα σαν έφευγαν τα Χριστούγεννα , τα λαμπιόνια έσβηναν, το στολισμένο δένδρο ένα κλαδί πεύκου είχε ολοκληρώσει το σκοπό του, οι ύμνοι δεν ακουγόταν ποια.
Οι άνθρωποι έχαναν το χαμόγελο, την Αγάπη που εξέπεμπαν τις ημέρες των Χριστουγέννων και ξανά στο πρόσωπα η ανησυχία , η αγωνία.
Αγάπη !!! Πόσοι ύμνοι της πρέπουν, πόση φροντίδα αξίζει τούτη η λέξη, αυτή η έννοια που περικλείει τα πάντα μέσα της . Διερωτόμουν γιατί χανόταν μετά τα Χριστούγεννα. Τι γινόταν η Αγάπη ?
Ποιος θα μου απαντούσε σε αυτό… δεν τολμούσα να ρωτήσω . Απλά παρατηρούσα πως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι έδειχναν ότι είχαν Αγάπη. Μα σαν περνούσαν την έχανα ξανά.
Βάλθηκα να λύσω αυτό το μυστήριο. Ήταν ανάγκη γιατί χρειαζόμουν να μοιράζομαι την Αγάπη κάθε ημέρα στη ζωή μου, όχι μόνο τα Χριστούγεννα.
Ρώτησα τη μητέρα.
– Τι είναι Αγάπη και εκείνη μου απάντησε.
– Η καλοσύνη παιδί μου.
– Και γιατί χάνεται όταν τα Χριστούγεννα τελειώνουν.
– Εσένα να μην σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι. Σαν θες να κρατήσεις την Αγάπη, κράτα τη καλοσύνη στη καρδιά σου. Η καλοσύνη παιδί μου μονάχα η καλοσύνη. Όλα στον κόσμο χάνονται μόνη απομένει εκείνη.
Τι άλλο πρέπει να κάνω για τη καλοσύνη σκέφτηκα. Εγώ βοηθώ τις μοναχικές γριούλες του χωριού. Καθαρίζω το μνημείο των ηρωικά πεσόντων για την πατρίδα αγωνιστών, φροντίζω τον κήπο του σχολείου όπου μαθαίνουμε γράμματα, καθαρίζω τη πλατεία και τα σοκάκια του χωριού, βοηθώ τις μεγάλες γυναίκες να ανέβουν τα σκαλιά προς την εκκλησιά , κάνω ότι μου λεν οι γονείς μου, τους βοηθώ στις γεωργικές εργασίες μα και στου νοικοκυριού. Διαβάζω να μάθω γράμματα και είμαι η καλλίτερη μαθήτρια.
Ας πάω στην δασκάλα μου που με Αγαπά και την Αγαπώ κάθε ημέρα.
–Κυρία της λέω. Ρώτησα τη μητέρα τι είναι Αγάπη και εκείνη μου είπε πως είναι η καλοσύνη. Όμως δεν καταλαβαίνω , είναι κάτι περισσότερο από αυτό που γνωρίζω? Εκείνη τότε άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της και πήρε δυο σελίδες χαρτί.
– Πάρε μου λέει Μαριό. Έτσι με αποκαλούσε. Διάβασε αυτό το παραμύθι. Θα καταλάβεις τι είναι η καλοσύνη και πως θα την κρατήσεις στη καρδιά σου.
Έτσι θα κρατήσεις για πάντα την Αγάπη. Δεν θα την χάσεις ποτέ. Θα την έχεις κάθε ημέρα. Και όταν έρχονται τα Χριστούγεννα που οι άνθρωποι θα πασχίζουν με στολίδια, με εδέσματα, με δώρα να νοιώσουν Αγάπη εσύ θα χαμογελάς γιατί θα γνωρίζεις. Δεν θα χρειάζεσαι τίποτε από όλα αυτά για να νοιώσεις Αγάπη. Η καρδιά σου θάναι ήδη στολισμένη, θα υμνεί, θα ευγνωμονεί θα είναι ΑΓΑΠΗ.
Αγαπημένη μου μητέρα, Αγαπημένη μου δασκάλα , κράτησα το παραμύθι σαν φυλακτό. Ακόμη και σαν ενήλικη που έχασα την Αγάπη. Με πίστη προσπαθούσα να κρατήσω ζωντανά τα νοήματά του στη καρδιά μου.
Εργάσθηκα πολύ. Ταλαιπωρήθηκα. Έδωσα μάχες σκληρές. Με φύλακες αγγέλους κοντά μου τα κατάφερα. Σας ευχαριστώ που με το παραμύθι σας μου διδάξατε τι είναι Αγάπη και πως θα την κρατήσω μόνιμα στη καρδιά μου.
Η Αγάπη είναι ο θρίαμβος του καλού επί του κακού λέει το Ευαγγέλιο.
Αντίθετες και ανόμοιες δυνάμεις διέπουν το σύμπαν λέει η Φιλοσοφία που επεκτείνονται μέσα στη ψυχή μας. Αυτές θα πρέπει να διέπονται από Αρχές και Νόμους ώστε να διατηρείται τάξη, ισορροπία , αρμονία. Το βίωμα της αρμονίας είναι Αγάπη. Η μεταξύ τους αναμέτρηση έως ότου αποκατασταθεί η τάξη-αρμονία -Αγάπη στην Δημιουργία είναι Έργον του Δημιουργού!! Η γη περιστρέφεται αρμονικά , ειρηνικά με τα άλλα ουράνια σώματα. Η εργασία ως αναμέτρηση των εσωτερικών μας αντίθετων δυνάμεων είναι δική μας .
Και όταν η εργασία μέσω της Αυτογνωσίας ολοκληρωθεί, η εσωτερική αρμονία, ειρήνη, Αγάπη έχει θριαμβεύσει. Η ΑΓΑΠΗ είναι η κατάσταση του τέλους των εσωτερικών αναμετρήσεων των ανόμοιων δυναμικών μας και η ανάκτηση της Δύναμης Της Γνώσης-Αγάπης.
Έχομε αναλάβει την ευθύνη του εαυτού μας. Οι αναμετρήσεις παρούσες στη καθημερινότητά μας. Η Αγάπη κατακτιέται βήμα-βήμα.
Το παραμΥθι
Ἡ καλωσύνη
Ἡ καλωσύνη εἶπε ἡ γιαγιά, μονάχα ἡ καλωσύνη,
ὅλα στὸν κόσμο χάνονται, μόνη ἀπομένει ἐκείνη.
Στὰ λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικὰ τὰ ἐγγόνια,
ὦ, χρόνια τῶν παραμυθιῶν, ἀθῶα ὡραῖα χρόνια.
Ἔξω τὸ χιόνι ἀναγελᾶ στὴν ἄγρια ἀνεμοζάλη
κι ἐδῶ στὰ μισοσκότεινα, τριγύρω στὸ μαγκάλι
ποὺ κρύβει ἀνάρια χόβολη κι ὀνείρατα ἀνασταίνει,
ἄλλο ἀπ᾿ τὰ ἐγγόνια πρόσχαρο τὰ χέρια του ζεσταίνει
κι ἄλλο στέκεται παρ᾿ ἔκει
κι ὅλα μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιά,
κοιτοῦν στὰ μάτια τὴ γιαγιά, ποὺ ἀρχίζει παραμύθι.
Ἡ ρόκα ξεκουράζεται στ᾿ ἄσαρκο μέσα χέρι,
ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει τὸ μακρὺ κι ἀκούραστο νυχτέρι.
Ἦταν, τοὺς λέει, μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ
μιὰ πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σὰν τὴν Ἀθήνα. Πιὸ τρανὴ κι ἄλλη τόση
κι εἶχε ἕναν γέρο βασιλιὰ μὲ φρόνηση, μὲ γνώση.
Κι αὐτὸς ὁ γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
εἶχε δυὸ βασιλόπουλα, δυὸ γιοὺς νὰ ποῦμε τάχα.
Ὁ πρῶτος ἄγριος καὶ κακός, τὸν κόσμο τυραννοῦσε,
μήτε φτωχὸ σπλαχνίζονταν μηδ᾿ ἄρχοντ᾿ ἀψηφοῦσε.
Ὁ δεύτερος εὐγενικός, γενναῖος ὅσο πρέπει,
ἤξερε χάρες νὰ σκορπᾶ, χαρὰ παντοῦ νὰ φέρνει.
Κι ὁ πρῶτος τοὖπε κάποτε «τὸν κόσμο δὲν τὸν ξέρεις,
εἶναι ἄκαρδος, εἶναι σκληρὸς κι ὅλα κακὰ τὰ βλέπει.
Ἂν θὲς νὰ γίνεις βασιλιὰς κι ἂν θὲς καὶ δόξα,
πρέπει νὰ γίνεις ἄκαρδος, σκληρὸς ὡσὰν ἐμένα.
Ὁ φόβος μόνο κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὰ πλούτη».
Ἐγύρισεν ὁ δεύτερος κι εὐγενικὰ ἀπεκρίθη,
«ὁ φόβος δὲν τὸν κυβερνᾶ, προσωρινὰ τὸν δένει,
εἶναι νὰ ποῦμε φυλακὴ μὲ φρύγανα χτισμένη,
ποὺ ἡ θύρα της συχνὰ κι εὔκολα ἀνοίγει
κι ὁρμᾶ μὲ μιὰ ὁ κατάδικος καὶ τὸν φρουρό του πνίγει.
Τὸ χαλινάρι βάλε του τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιὰς κι ὄχι σκληρὸς σατράπης».
Νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο,
πέθανε ὁ γερο-βασιλιὰς κι ἀνέβηκε στὸ θρόνο,
ὁ γιός του ὁ πρῶτος ὁ κακός, τρόμος παντοῦ καὶ φρίκη,
βασίλευε μὲ τὸ σπαθὶ βγαλμένο ἀπὸ τὴ θήκη.
Οἱ φυλακὲς ἐγέμισαν, τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία,
ἡ ψευτιά, ἡ ἀπάτη, ἡ κολακεία,
ὅ,τι κακὸν εὑρέθηκε τὴ μαύρη ἐκείνη ὥρα,
ἐφούντωσε καὶ θέριεψε στὴ μαύρη ἐκείνη χώρα.
Ὡσότου τὰ παράπονα ἐφτάσαν μιὰν ἡμέρα,
ὡσὰν αὐτὸς ὁ βασιλιὰς δὲ θὲ ν᾿ ἀλλάξει γνώμη,
νὰ κυβερνᾶ τὴ χώρα του μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ νόμο,
εὐθὺς αὐτὴ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ τὸν ξεθρονίσει,
νὰ φέρει τὸ μικρότερο γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσει.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, τὸν ἀδελφό του κράζει
κι ἄδικα καὶ παράπονα μονάχος τὸν δικάζει.
Τὸν βρῆκε ψεύτη κι ἔνοχο καὶ δίχως ἄλλα λόγια,
τὸν ἔκλεισε στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες του μὲ πίκρες νὰ περνάει
Μὰ τὸ ἄδικο δὲ ζεῖ πολὺ καὶ δὲν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιὰς ἀπὸ ἄλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως ἀφορμὴ καὶ δίχως ἄλλη αἰτία
καὶ παίρνει τὰ φουσάτα του καὶ ξεκινάει καὶ μπαίνει,
στὴ χώρα τὴν πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
καὶ σὲ μιὰ μάχη μοναχὰ νικάει καὶ δεκατίζει
καὶ πιάνει καὶ τὸν βασιλιὰ καὶ σκλάβο τὸν ὁρίζει.
«Καὶ ὁ ἀδελφός;», ἐρώτησαν τὰ ἐγγόνια μ᾿ ἕνα στόμα;
«Τώρα θὰ δεῖτε μάτια μου, δὲν τέλειωσεν ἀκόμα».
Ὅταν ἡ μάχη ἀπόσωσε καὶ εἰρήνευσε τὸ ἀσκέρι,
ἔστειλε ὁ νέος βασιλιὰς τὴν κόρη του νὰ φέρει,
μὲ ἄλογα χρυσοστόλιστα καὶ μὲ χιλιάδες ἄτια,
νὰ δεῖ τὰ μαρμαρόχτιστα, νὰ δεῖ τὰ ὡραῖα παλάτια.
Κι ἔτρεξε ἐκείνη βιαστικὴ νὰ δείξει τὴ χαρά της,
σὲ κάθε τι πολύτιμο ποὺ βλέπει ὁλόγυρά της.
Μὰ ὅταν ἔφτασε καὶ στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
ὅπου ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ βρισκόταν ἕνα χρόνο,
ἔνοιωσε θλίψη στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά της πόνο.
Καὶ δίχως νὰ τὸ στοχαστεῖ, δίχως νὰ ξέρει τὶ ἔχει,
στὸ βασιλιὰ πατέρα της ἀλαφιασμένη τρέχει
καὶ κλαίει, κλαίει γονατιστὴ μὲ τὸν κρυφό της πόθο
κι ὁ βασιλιὰς πατέρας της «σήκω», τῆς λέει, «σὲ νοιώθω».
Ἔφερε τὸ μικρὸ ἀδελφὸ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ κατώγια
καὶ δίχως νὰ μακρηγορεῖ, δίχως μεγάλα λὀγια,
τοῦ λέει: ἡ κόρη μου σ᾿ ἀγάπησε, γυναίκα σοῦ τὴ δίνω
καὶ γίνανε οἱ γάμοι τους τὸ ἴδιο βράδυ ἐκεῖνο,
μὲ ὄργανα μὲ τούμπανα καὶ μὲ χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τὸν κακὸ τὸ βασιλιὰ τὸν ξαναφέραν πάλι,
μαζὶ μὲ δούλους νὰ κερνᾶ τὸ ἀσκέρι στὴ χαρά τους
καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερά τους.
ΜΕ ΑΓΑΠΗ
Μαρία Τερζάκη